- ἀντάεις
- ἀντᾱεις1 hostile, enemy
οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ κρυπτέτω P. 9.93
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀντάεις — ἀντάω come opposite to pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) ἀντά̱εις , ἀντήεις hostile masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)